- άγνυμι
- ἄγνυμι (Α)1. θραύω, συντρίβω, σπάζω2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ-νυ-μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω, σχίζω) και ίσως και με το λατ. vāgīna (= όριο).ΠΑΡ. ἄγανος, ἀγή, ἄγμα, ἀγμός.ΣΥΝΘ. ἀαγής, ἐξάγνυμι, κατάγνυμι, συνάγνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.